- βλάσφημοι
- βλάσφημοςspeaking ill-omened wordsmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βλασφημοῖ — βλασφημέω speak profanely of sacred things pres opt act 3rd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αιξωνή — Αρχαίος δήμος της Αττικής, τόπος της Κεκροπίας φυλής, που ονομάστηκε έτσι από τον επώνυμο ήρωα Αίξωνα. Βρισκόταν κοντά στον Αλικούντα (σημερινό Ελληνικό Γλυφάδα) και ήταν ένας από τους πιο πλούσιους δήμους της Αττικής. Είχε ναό της Ήβης. Οι… … Dictionary of Greek